- δερματίτιδα
- ηφλεγμονή τού δέρματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δερματίτιδα — η φλεγμονή του δέρματος: Τα χέρια της είναι γεμάτα εξανθήματα, γιατί πάσχει από δερματίτιδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… … Dictionary of Greek
έκζεμα — Μη μεταδοτική δερματική βλάβη φλεγμονώδους τύπου που προσβάλλει τις επιφανειακές στιβάδες του δέρματος. Το έ., που μπορεί να έχει οξεία ή συνηθέστερα χρόνια εξέλιξη, εκδηλώνεται με μορφές που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους (χρόνια αλλεργική… … Dictionary of Greek
έκθυμα — Μολυσματική πάθηση του δέρματος, η οποία προκαλείται από στρεπτόκοκκους και προσβάλλει συνήθως εξασθενημένους οργανισμούς. Το έ. εντοπίζεται κυρίως στις κνήμες και εκδηλώνεται, αρχικά, με τη δημιουργία μίας φυσαλίδας, με πυώδες ή πυσαιματηρό… … Dictionary of Greek
ακτινοδερματίτιδα — Αλλοίωση του δέρματος, πρόσφατη (πρώιμο στάδιο) ή παλαιά (όψιμο στάδιο) που οφείλεται είτε στην ακτινοβολία μιας θέσης του δέρματος σε μεγάλες δόσεις για θεραπευτικούς σκοπούς είτε στη συνεχή ακτινοβολία (επαγγελματική α.) με ακτίνες Ρέντγκεν,… … Dictionary of Greek
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
δερμίτιδα — η η δερματίτιδα … Dictionary of Greek
νευροδερματίτιδα — Μορφή εκζέματος που εμφανίζεται κυρίως στις μεγάλες πτυχές και στα άκρα με μορφή λειχηνοποιημένων πλακών, άλλοτε διάχυτων (διάχυτη ν.) και άλλοτε εντοπισμένων (περιγραμμένη ν.). Η τελευταία είναι συχνή ιδιαίτερα σε νευρικές γυναίκες και… … Dictionary of Greek
ραδιοδερματίτιδα — η, Ν ιατρ. δερματοπάθεια που οφείλεται σε συχνή ή παρατεταμένη επίδραση στο δέρμα ραδιενεργών ουσιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. radiodermatitis (< λατ. radius «ακτίνα» + δερματίτιδα < δέρμα)] … Dictionary of Greek
φωτοδερματοπάθεια — η, Ν ιατρ. κάθε βλάβη τού δέρματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + δερματοπάθεια / δερματίτιδα] … Dictionary of Greek